φαρκίς

φαρκίς
φαρκίς, ῖδος, ,
A wrinkle, S.Fr.1108 (φαρμακίδα cod. Phot.), Erot. s.v. φαρκιδῶδες.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρκίς — ῑδος, ἡ, Α ρυτίδα, ζαρωματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη η λ. ανάγεται στη ρίζα *bher «χτυπώ, τρίβω» (πρβλ. φάρος [III]) με ουρανική παρέκταση k και επίθημα ίς, ῖδος (πρβλ. κηλ ίς, σφραγ ίς) και συνδέεται με το λιθουαν.… …   Dictionary of Greek

  • берце — берцо берцовая кость ; диал. свая для укрепления рыболовной снасти . Обычно производят из *бедрьце (см. Соболевский, Лекции 112; Маценауэр, LF 7, 6), однако тогда ожидалось бы *бедрецо. С другой стороны, пытаются исходить из первонач. знач.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • φαρκιδούμαι — όομαι, Α [φαρκίς, ῑδος] γεμίζω ζάρες, ρυτίδες στο πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • φαρκιδώδης — ῶδες, Α [φαρκίς, ῑδος] γεμάτος ρυτίδες …   Dictionary of Greek

  • φορκός — ή, όν, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν (κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα τού Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • bher-3 —     bher 3     English meaning: to scrape, cut, etc.     Deutsche Übersetzung: “with einem scharfen Werkzeug bearbeiten, ritzen, schneiden, reiben, spalten”     Material: O.Ind. (gramm.) bhr̥nüti (?) “injures, hurts, disables” = Pers. burrad… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”